- κρεηφάγος
- κρεη-φάγος [ᾰ],A = κρεοφάγος, Porph. in Cat.84.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεηφάγος — κρεηφάγος, ον (Α) βλ. κρεοφάγος … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοφάγος — ο (AM κρεοφάγος, ον, Α και κρεηφάγος, ον) αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + φάγος (< θ. φαγ, πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο φάγος, χορτο… … Dictionary of Greek